conspicuous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conspicuous < λατινική conspicuus

Επίθετο[επεξεργασία]

conspicuous (en)

  1. ολοφάνερος, (περιφανής με την σημασία ολοφάνερος και όχι ξακουστός, ένδοξος)
    this problem is most conspicuous in the following case... - αυτό το πρόβλημα είναι ολοφάνερο στην ακόλουθη περίπτωση..
  2. που τραβάει την προσοχή

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]