conspicuous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conspicuous < λατινική conspicuus
Επίθετο[επεξεργασία]
conspicuous (en)
- ολοφάνερος, (περιφανής με την σημασία ολοφάνερος και όχι ξακουστός, ένδοξος)
- this problem is most conspicuous in the following case... - αυτό το πρόβλημα είναι ολοφάνερο στην ακόλουθη περίπτωση..
- που τραβάει την προσοχή