constitué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | constitué | constitués |
θηλυκό | constituée | constituées |
Επίθετο[επεξεργασία]
constitué (fr)
- συγκροτημένος
- που έχει καθιερωθεί από το σύνταγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη constituer