contemplateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contemplateur | contemplateurs |
θηλυκό | contemplatrice | contemplatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contemplateur (fr)
- αυτός που ρεμβάζει, που χάνεται στις σκέψεις του, που ατενίζει το περιβάλλον του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη contempler