contour
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contour (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contour | contours |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]contour (fr) αρσενικό
- το περίγραμμα
contour (en)
ενικός | πληθυντικός |
contour | contours |
contour (fr) αρσενικό