Μετάβαση στο περιεχόμενο

contour

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contour (en)

  1. περίγραμμα



      ενικός         πληθυντικός  
contour contours

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contour (fr) αρσενικό

  1. το περίγραμμα