contraceptif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contraceptif | contraceptifs |
θηλυκό | contraceptive | contraceptives |
contraceptif (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contraceptif | contraceptifs |
contraceptif (fr) αρσενικό