contractor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
contractor contractors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

contractor (en)

  • (επάγγελμα) ο/η εργολάβος, ένα άτομο ή μια εταιρεία που έχει σύμβαση για την εκτέλεση εργασιών ή την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών για μια άλλη εταιρεία
    a building contractor - εργολάβος οικοδόμων

Πηγές[επεξεργασία]