converge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

converge (en)

  1. συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι (για ανθρώπους που συμμετέχουν σε μια συγκέντρωση)
  2. (μαθηματικά) τείνω σε ένα όριο