converge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
converge (en)
- συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι (για ανθρώπους που συμμετέχουν σε μια συγκέντρωση)
- (μαθηματικά) τείνω σε ένα όριο
converge (en)