Μετάβαση στο περιεχόμενο

convert

Από Βικιλεξικό

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɑːnvɜːrt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
convert converts

convert (en)

  • ο προσήλυτος
      He is a convert to Christianity.
    Είναι προσήλυτος στον Χριστιανισμό.

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈvɜːrt/
ενεστώτας convert
γ΄ ενικό ενεστώτα converts
αόριστος converted
παθητική μετοχή converted
ενεργητική μετοχή converting

convert (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετατρέπω, αλλάζω κάτι από μια μορφή, σκοπό, σύστημα κτλ. σε μια άλλη
      They took just nine months to convert the building.
    Χρειάστηκαν μόλις εννέα μήνες για να μετατρέψουν το κτίριο.
      The pub is a converted warehouse.
    Η παμπ είναι μια μετατρεμμένη αποθήκη.
      The castle was converted into a hotel.
    Το κάστρο μετατράπηκε σε ξενοδοχείο.
      I converted my dollars into euros.
    Μετέτρεψα τα δολάρια μου σε ευρώ.
      The system is eco-friendly because the waste heat is converted to electricity.
    Το σύστημα είναι φιλικό προς το περιβάλλον, επειδή η θερμότητα που αποβάλλεται μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια.
      We've converted from oil to gas central heating.
    Έχουμε μετατρέψει τη θέρμανσή μας από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο.
      A lot of conventional farmers have converted to organic production.
    Πολλοί συμβατικοί αγρότες έχουν μετατραπεί/στραφεί στη βιολογική παραγωγή.
      Japan was at the time still in the process of converting from an agricultural economy.
    Η Ιαπωνία εκείνη την εποχή βρισκόταν ακόμα σε διαδικασία μετατροπής από μια αγροτική οικονομία.
  2. (αμετάβατο) μετατρέπομαι, που μπορεί να αλλάξει από μια μορφή, σκοπό ή σύστημα σε μια άλλη
      We have a sofa that converts into a bed.
    Έχουμε έναν καναπέ που μετατρέπεται σε κρεβάτι.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσηλυτίζω, πείθω κάποιον να ακολουθήσει τη θρησκεία που πρεσβεύω· ασπάζομαι άλλη θρησκεία, αλλάζω τη θρησκεία μου
      Jehovah's Witnesses tried to convert him.
    Προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά.
      Evangelical Christian groups tried to convert local people from their indigenous religions.
    Οι ευαγγελικές χριστιανικές ομάδες προσπάθησαν να προσηλυτίσουν τους ντόπιους από τις παραδοσιακές τους θρησκείες.
      She was soon converted to the socialist cause.
    Σύντομα προσηλυτίστηκε στον σοσιαλιστικό αγώνα.
      She converted to Christianity to marry him.
    Ασπάστηκε τον Χριστιανισμό για να τον παντρευτεί.
      He converted from Catholicism 20 years ago.
    Ασπάστηκε άλλη θρησκεία/Άλλαξε θρησκεία πριν από 20 χρόνια, εγκαταλείποντας τον Καθολικισμό.
      He converted from Judaism to Islam.
    Ασπάστηκε το Ισλάμ, εγκαταλείποντας τον Ιουδαϊσμό.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) πείθω, στρέφομαι, αλλάζω γνώμη, συνήθεια κτλ.
      I didn't use to like opera but my husband has converted me.
    Δεν μου άρεσε η όπερα, αλλά ο σύζυγός μου με έχει πείσει.
      I have converted from processed to organic foods.
    Έχω στραφεί από τα επεξεργασμένα τρόφιμα στα βιολογικά.

Συγγενικά

[επεξεργασία]