cordless
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
cordless
(en)
χωρίς
καλώδιο
· λέγεται πχ για συσκευές που λειτουργούν με μπαταρίες και δε χρειάζεται να συνδεθούν με το ηλεκτρικό δίκτυο ή για συσκευές που επικοινωνούν
ασύρματα
με τη βάση τους
cordless
keyboard
-
ασύρματο
πληκτρολόγιο
cordless
telephone
-
ασύρματο
τηλέφωνο
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Επίθετα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
English
Eesti
Suomi
Français
Italiano
မြန်မာဘာသာ
Polski
Svenska
தமிழ்
Tiếng Việt
中文