cordonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cordonnier < παλαιά γαλλική cordoanier
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔʁ.dɔ.nje/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cordonnier | cordonniers |
θηλυκό | cordonnière | cordonnières |
cordonnier (fr)
- ο υποδηματοποιός, ο τσαγκάρης