corna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]corna (it)
- πληθυντικός αριθμός του corno, κέρατα ζώου
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]corna (it) ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του cornum