corporatisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corporatisme | corporatismes |
corporatisme (fr) αρσενικό
- (οικονομία) θεωρία που βασίζει την οικονομική και κοινωνική οργάνωση στην συντεχνιακή δομή των επαγγελμάτων
- συντεχνιακή αντίληψη