costituzione
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
costituzione | costituzioni |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
costituzione (it) θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνταγμα
- η σύσταση
- η σύνθεση