couillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
couillon couillons

couillon (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) ανόητος
  2. (ιδιωματικό) (στα νότια της Γαλλίας) βρε, μωρέ, καλέ

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό couillon couillons
θηλυκό couillonne couillonnes

couillon (fr)

  1. (οικείο) ανόητος