couillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couillon | couillons |
couillon (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couillon | couillons |
θηλυκό | couillonne | couillonnes |
couillon (fr)