coulisseau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
coulisseau coulisseaux

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coulisseau (fr) αρσενικό

  1. μικρός μεταλλικός « οδηγός » πάνω ή μέσα στον οποίο μπορεί να γλιστρά ένα εξάρτημα
  2. το ίδιο το εξάρτημα που γλιστρά πάνω ή μέσα στον παραπάνω « οδηγό »

Συγγενικά[επεξεργασία]