coulisseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coulisseau | coulisseaux |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coulisseau (fr) αρσενικό
- μικρός μεταλλικός « οδηγός » πάνω ή μέσα στον οποίο μπορεί να γλιστρά ένα εξάρτημα
- το ίδιο το εξάρτημα που γλιστρά πάνω ή μέσα στον παραπάνω « οδηγό »
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη coulisser