Μετάβαση στο περιεχόμενο

counselor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
counselor counselors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

counselor (en) (αμερικανική γραφή)

  1. ο/η σύμβουλος
      national security counselor - σύμβουλος σε θέματα εθνικής ασφάλειας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη adviser
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ο σχολικός σύμβουλος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη school counselor

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]