counselor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
counselor | counselors |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
counselor (en) (αμερικανική γραφή)
- ο/η σύμβουλος
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ο σχολικός σύμβουλος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη school counselor