countless
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]countless (en) (χωρίς παραθετικά)
- αμέτρητος, πολύ μεγάλος σε πλήθος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncountable