courier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
courier (en)
- αγγελιοφόρος
- πρόσωπο που φροντίζει και οδηγεί ξένους, τουρίστες· ξεναγός
courier (en)