courriel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courriel < courri(er) él(ectronique)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
courriel | courriels |
courriel (fr) αρσενικό