courriel
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- courriel < courri(er) él(ectronique)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
courriel | courriels |
courriel (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
courriel | courriels |
courriel (fr) αρσενικό