crépuscule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kʁe.pys.kyl/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crépuscule (fr) αρσενικό
- το λυκόφως, το σούρουπο, το ηλιοβασίλεμα
crépuscule (fr) αρσενικό