σούρουπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρουπο τα σούρουπα
      γενική του σούρουπου των σούρουπων
    αιτιατική το σούρουπο τα σούρουπα
     κλητική σούρουπο σούρουπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούρουπο < σουρουπώνει + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρουπο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]