σουρουπώνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρουπώνει < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική suare apune (< λατινική sero < serus) + (< λατινική apponere < appono < pono) (άλλη εκδοχή: < σούρουπο < * σύρρυπο < συν + ρύπος)
Ρήμα[επεξεργασία]
σουρουπώνει
- (απρόσωπο ρήμα) αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι, να νυχτώνει