δειλινό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δειλινό | τα | δειλινά |
| γενική | του | δειλινού | των | δειλινών |
| αιτιατική | το | δειλινό | τα | δειλινά |
| κλητική | δειλινό | δειλινά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δειλινό < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δειλινόν, ουδέτερο του δειλινός[1] < αρχαία ελληνική δείλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws < *dyew- (ουρανός, λάμπω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.liˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐λι‐νό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δειλινό ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δειλινό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του δειλινός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δειλινός
- ↑ δειλινό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)