Μετάβαση στο περιεχόμενο

crainte

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crainte craintes

crainte (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]