crew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crew crews

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crew (en)

  1. το πλήρωμα, το τσούρμο, όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ.
    All the crew were saved.
    Όλο το πλήρωμα σώθηκε.
  2. το πλήρωμα, το προσωπικό που εργάζονται σε ένα πλοίο, αεροπλάνο κτλ. εκτός από τον επικεφαλής
    The crew and the captain of the aircraft welcome you on the flight to Athens.
    Το πλήρωμα και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση για Αθήνα.
  3. ομάδα τεχνικών, συνεργείο (με την έννοια των ανθρώπων που το αποτελούν)
  4. ομάδα τεχνοκρατών
  5. (λαϊκότροπο) φιλαράκια

Πηγές[επεξεργασία]