cristallisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cristallisé | cristallisés |
θηλυκό | cristallisée | cristallisées |
Επίθετο[επεξεργασία]
cristallisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cristallisé | cristallisés |
θηλυκό | cristallisée | cristallisées |
cristallisé (fr)