crotale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
crotale | crotales |
crotale (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) κρόταλο, καστανιέτες της Αρχαίας Ελλάδας
- (ζωολογία) κροταλίας