cultivation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cultivation (en) (μη μετρήσιμο)
- η καλλιέργεια, η προετοιμασία και χρήση της γης για σοδειές
- ⮡ The cultivation of the field/the garden.
- H καλλιέργεια του αγρού/του κήπου.
- ⮡ irrigated/dry cultivation - ποτιστική/ξερική καλλιέργεια
- ⮡ the cultivation of cotton/grains/flowers/olives - η καλλιέργεια του βαμβακιού/των σιτηρών/των λουλουδιών/της ελιάς
- ⮡ The cultivation of the field/the garden.
- η καλλιέργεια, η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης σχέσης, ποιότητας ή δεξιοτεχνίας
- ⮡ the cultivation of one’s mind - η καλλιέργεια του μυαλού
- ⮡ the cultivation of voice/judgment/good taste - η καλλιέργεια της φωνής/της κρίσης/του καλού γούστου
- ⮡ the cultivation of hatred/allied ties - η καλλιέργεια του μίσους/των συγγενικών δεσμών.
- (βιολογία) η καλλιέργεια, η ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός μικροοργανισμών με τεχνητά μέσα για επιστημονικούς σκοπούς
Πηγές
[επεξεργασία]- cultivation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 405. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλλιέργεια