cultivation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cultivation (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η καλλιέργεια, η προετοιμασία και χρήση της γης για σοδειές
    ⮡  The cultivation of the field/the garden.
    H καλλιέργεια του αγρού/του κήπου.
    ⮡  irrigated/dry cultivation - ποτιστική/ξερική καλλιέργεια
    ⮡  the cultivation of cotton/grains/flowers/olives - η καλλιέργεια του βαμβακιού/των σιτηρών/των λουλουδιών/της ελιάς
  2. η καλλιέργεια, η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης σχέσης, ποιότητας ή δεξιοτεχνίας
    ⮡  the cultivation of one’s mind - η καλλιέργεια του μυαλού
    ⮡  the cultivation of voice/judgment/good taste - η καλλιέργεια της φωνής/της κρίσης/του καλού γούστου
    ⮡  the cultivation of hatred/allied ties - η καλλιέργεια του μίσους/των συγγενικών δεσμών.
  3. (βιολογία) η καλλιέργεια, η ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός μικροοργανισμών με τεχνητά μέσα για επιστημονικούς σκοπούς
    ⮡  the cultivation of microbes in a test tube - η καλλιέργεια μικροβίων σε δοκιμαστικό σωλήνα
     συνώνυμα: culture