Μετάβαση στο περιεχόμενο

cumin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cumin (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ky.mɛ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cumin cumins

cumin (fr) αρσενικό