cut one's teeth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

cut one's teeth (en)

  1. ασκούμαι για πρώτη φορά
  2. (μεταφορικά) αποκτώ πρωταρχική πρακτική γνώση ή εμπειρία σε συγκεκριμένη σφαίρα δράσης
  3. (κυριολεκτικά) μου ξεφύτρωσαν-ξεπετάχτηκαν δόντια