cut one's teeth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]cut one's teeth (en)
- ασκούμαι για πρώτη φορά
- (μεταφορικά) αποκτώ πρωταρχική πρακτική γνώση ή εμπειρία σε συγκεκριμένη σφαίρα δράσης
- τα πρώτα μου βήματα, η πρωταρχική πρακτική άσκηση, χάνω την παρθενιά μου: την απειρία μου
- ≈ συνώνυμα:: gain early experience
- τα πρώτα μου βήματα, η πρωταρχική πρακτική άσκηση, χάνω την παρθενιά μου: την απειρία μου
- (κυριολεκτικά) μου ξεφύτρωσαν-ξεπετάχτηκαν δόντια
Πηγές
[επεξεργασία]- cut a tooth - Oxford Dictionaries