cycliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cycliste < bicycliste

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

cycliste (fr)

  1. ποδηλατικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cycliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό (πληθυντικός: cyclistes)

  1. ο ποδηλάτης
  2. η ποδηλάτισσα

cycliste (fr) αρσενικό

  1. κοντό παντελόνι που φτάνει ως το γόνατο

cycliste (fr) θηλυκό

  1. παπούτσι με κορδόνια που μοιάζει με τα παπούτσια των ποδηλατών

Συγγενικά[επεξεργασία]