cynk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cynk (pl) αρσενικό
- (χημεία) ο ψευδάργυρος, ο τσίγκος
- (μεταφορικά) πληροφορία, συνήθως απόρρητη ή εμπιστευτική