cynk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cynk (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) ο ψευδάργυρος, ο τσίγκος
  2. (μεταφορικά) πληροφορία, συνήθως απόρρητη ή εμπιστευτική