τσίγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίγκος | οι | τσίγκοι |
γενική | του | τσίγκου | των | τσίγκων |
αιτιατική | τον | τσίγκο | τους | τσίγκους |
κλητική | τσίγκε | τσίγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσίγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική zinco < γαλλική zinc < γερμανική Zink < μέση άνω γερμανική zinke < παλαιά άνω γερμανική zinko < πρωτογερμανική *tindaz (αιχμή, κορυφή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(e)dont- (δόντι, προεξοχή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσίγκος αρσενικό
- ο ψευδάργυρος
- (συνεκδοχικά) λαμαρίνα από κράμα που περιέχει ψευδάργυρο ή έχει επικάλυψη ψευδαργύρου
- (παρωχημένο) σεντ εθνικού νομίσματος από φτηνό κράμα
- (τυπογραφία) τυπογραφική πλάκα που χρησιμοποιείται στις μεθόδους όφσετ η οποία παλαιότερα παρασκευάζονταν από ψευδάργυρο
- (τυπογραφία, κατ’ επέκταση) μονάδα χρέωσης τυπογραφικών εργασιών
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδάργυρος
|
τσίγκος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)