zinc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zinc (en)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zinc < (άμεσο δάνειο) γερμανική Zink
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zinc | zincs |
zinc (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
- ο τσίγκος
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Χημικά στοιχεία (αγγλικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Χημικά στοιχεία (γαλλικά)