zinc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zinc (en)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
zinc | zincs |
zinc (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
- ο τσίγκος