zingage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- zingage < zinguer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
zingage | zingages |
zingage (fr), zincage αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη zinc