τσιγκογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιγκογράφος οι τσιγκογράφοι
      γενική του τσιγκογράφου των τσιγκογράφων
    αιτιατική τον τσιγκογράφο τους τσιγκογράφους
     κλητική τσιγκογράφε τσιγκογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιγκογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zincographe[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zincographer[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Zinkograph[1] [2] < γερμανική Zink < πρωτογερμανική *tindaz + αρχαία ελληνική γράφω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιγκογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 1,2 τσιγκογράφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 τσιγκογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας