τσίγκινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσίγκινος < τσίγκος
Επίθετο[επεξεργασία]
τσίγκινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από τσίγκο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν πήρα ούτε τσίγκινο μετάλλιο: δεν έλαβα καμία απολύτως διάκριση σε ένα διαγωνισμό