déambulatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déambulatoire | déambulatoires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déambulatoire (fr) αρσενικό
- διάδρομος γύρω από το χοροστάσιο εκκλησίας