débandade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débandade | débandades |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débandade (fr) θηλυκό
- ο γρήγορος και άτακτος διασκορπισμός, η φυγή
ενικός | πληθυντικός |
débandade | débandades |
débandade (fr) θηλυκό