débandade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
débandade débandades

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

débandade (fr) θηλυκό

  1. ο γρήγορος και άτακτος διασκορπισμός, η φυγή
     συνώνυμα: débâcle, déroute, dispersion, fuite, retraite, ruée