décapotable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- décapotable < décapoter
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
décapotable | décapotables |
décapotable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- του οποίου το κάλυμμα μπορεί να αφαιρεθεί
- (για αυτοκίνητα) που έχει πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)