πτυσσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτυσσόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του πτύσσω
Μετοχή
[επεξεργασία]πτυσσόμενος -η -ο
- που μπορεί με κατάλληλο μηχανισμό να διπλωθεί ή να συμπτυχθεί ώστε να αποκτήσει μικρότερο όγκο και να αποθηκευτεί ευκολότερα
- ⮡ πτυσσόμενες καρέκλες