πτυσσόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυσσόμενος η πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
      γενική του πτυσσόμενου της πτυσσόμενης του πτυσσόμενου
    αιτιατική τον πτυσσόμενο την πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
     κλητική πτυσσόμενε πτυσσόμενη πτυσσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυσσόμενοι οι πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
      γενική των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων
    αιτιατική τους πτυσσόμενους τις πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
     κλητική πτυσσόμενοι πτυσσόμενες πτυσσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτυσσόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του πτύσσω

Μετοχή[επεξεργασία]

πτυσσόμενος -η -ο

  • που μπορεί με κατάλληλο μηχανισμό να διπλωθεί ή να συμπτυχθεί ώστε να αποκτήσει μικρότερο όγκο και να αποθηκευτεί ευκολότερα
πτυσσόμενες καρέκλες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]