déculottage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déculottage < déculott(er) + -age
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ky.lɔ.taʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déculottage | déculottages |
déculottage (fr) αρσενικό
- το ξεβράκωμα, η πράξη του ξεβρακώνω ή του ξεβρακώνομαι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)