déisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déisme | déismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déisme (fr) αρσενικό
- ο ντεϊσμός
ενικός | πληθυντικός |
déisme | déismes |
déisme (fr) αρσενικό