Μετάβαση στο περιεχόμενο

déisme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
déisme déismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déisme (fr) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

ο théisme-θεϊσμός αποτελεί σαφέστατα διαφορετικό κίνημα