démesure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
démesure | démesures |
démesure (fr) θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
démesure | démesures |
démesure (fr) θηλυκό