désaxé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- désaxé < désaxer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désaxé | désaxés |
θηλυκό | désaxée | désaxées |
désaxé (fr)
- που δεν βρίσκεται στην κανονική του κατάσταση, τρελός