désinvolture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- désinvolture < → δείτε τις λέξεις désinvolte και -ure
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.zɛ̃.vɔl.tyʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
désinvolture (fr) θηλυκό