détachement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
détachement | détachements |
détachement (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
- η απόσπαση