Μετάβαση στο περιεχόμενο

détachement

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: detachment
      ενικός         πληθυντικός  
détachement détachements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
détachement < détacher + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.taʃ.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

détachement (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
  2. η απόσπαση