détachement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
détachement | détachements |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.taʃ.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]détachement (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
- η απόσπαση