Μετάβαση στο περιεχόμενο

déviation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
déviation déviations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

déviation (fr) θηλυκό

  1. η παρέκκλιση
  2. η παράκαμψη
  3. η παρεκτροπή
  4. η εκτροπή