παρεκτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεκτροπή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρεκτροπή θηλυκό
- Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρεκτρέπομαι.