dagger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dagger daggers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dagger (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • look daggers at sb: κεραυνοβολώ κπ με το βλέμμα