dagger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dagger | daggers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dagger (en)
- (οπλισμός) το εγχειρίδιο, το στιλέτο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- look daggers at sb: κεραυνοβολώ κπ με το βλέμμα